Το λίκνο μου στη βιβλιοθήκη ακουμπούσε,
Βαβέλ σκοτεινή, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μύθος,
Όλα, η λατινική σποδός και ο ελληνικός κονιορτός,
Αναμειγνύονταν. Είχα το ύψος ενός φύλλου χαρτιού.
Μου μιλούσαν δύο φωνές. Η μία δόλια και στιβαρή,
Έλεγε: «Είναι ένα γλύκισμα γεμάτο ηδύτητα η γη
Μπορώ (και τότε η ηδονή σου θα ’ναι ατέρμονη!)
Να σου φτιάξω μια όρεξη εφάμιλλη με αυτή».
Κι η άλλη: «Έλα! ω! στα όνειρα μέσα έλα να ταξιδέψεις,
Επέκεινα απ’ το πιθανό, επέκεινα απ’ το γνώριμο!»
Και κείνη ’κεί τραγούδαγε όπως η αύρα των ακτών,
Στοιχειό που ’κλαιγε, φερμένο κανείς δεν ξέρει από πού,
Που χαϊδεύει το αυτί κι ωστόσο το τρομάζει.
Σου αποκρίθηκα: «Ναι! γλυκιά φωνή!» Από τότε
Κρατά αυτό που μπορεί κάποιος, αλί, πληγή μου να το πει
Και ειμαρμένη μου. Πίσω από τα σκηνικά
Της τεράστιας ύπαρξης, στης αβύσσου τον πιο μαύρο ζόφο,
Διακρίνω ξεκάθαρα κόσμους παράξενους,
Και, της διαύγειάς μου θύμα εκστατικό,
Έλκω φίδια που τα παπούτσια μου δαγκάνουν.
Κι είναι από τότε που, όμοιος με τους προφήτες,
Τόσο τρυφερά την έρημο και τη θάλασσα αγαπώ
Που γελώ στα πένθη και στις γιορτές θρηνολογώ,
Και βρίσκω μια γεύση ευχάριστη στο πιο πικρό κρασί
Που συχνά πολύ τα γεγονότα για ψέματα εκλαμβάνω,
Και που, με τα μάτια στον ουρανό, μέσα σε τάφρους πέφτω.
Μα η φωνή με παρηγορεί και λέει: «Τα όνειρά σου φύλαξε
Οι συνετοί τόσο όμορφα σαν τους τρελούς δεν έχουν!»
Μετάφραση: Ελένη Κόλλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.