Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συντάκτες των κειμένων.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΒΟΥΡΒΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΦΙΛΙΑ
Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μου πήγε στη Γερμανία να δουλέψει.
Στεναχωρήθηκα πολύ. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την
κατοχή και οι φρικιαστικές ιστορίες που ακούγαμε γέμιζαν με τρόμο
τις ψυχές μας. Στεναχωριόμουν που ο πατέρας μου θα πήγαινε σε
αυτούς, που είχαν σκοτώσει τόσο κόσμο και είχαν κάψει μάλιστα και
το σπίτι που μέναμε.
Ο παππούς όταν έχτιζε το σπίτι, πολύ πριν τον πόλεμο, είχε φέρει
ζωγράφο από το Αργος και είχε ζωγραφίσει πορτοκάλια, καρπούς και
γιρλάντες επάνω στους τοίχους, μου έλεγε. Μετά τη φωτιά των
Γερμανών, ο παππούς το επισκεύασε κάπως, πολύ απλά, για να
μπορέσουν να μείνουν μέσα. Λυπόμουν που δεν είχα θαυμάσει τις
ζωγραφιές και πάντοτε έξυνα τους τοίχους του σπιτιού, μήπως βρω
κάποιο ίχνος χρώματος. Σε κάποιες γωνίες είχα βρει.
Έτσι δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί πήγε για δουλειά σε αυτούς
τους εγκληματίες, όπως τους έλεγα. Μετά από ένα χρόνο όμως ο
πατέρας γύρισε πίσω, γιατί ο παππούς δεν μπορούσε να φροντίσει
μόνος τα κτήματα. Χάρηκα πολύ. Περίμενα να δω τον πατέρα μου
ταλαιπωρημένο και εξαντλημένο από τη ζωή του στη Γερμανία, αλλά
βρήκα έναν άνθρωπο διαφορετικό. Ήταν χαρούμενος, φορούσε
κουστούμι και έφερε πολλά δώρα. Βάλθηκε κιόλας να μας μάθει τη
γερμανική γλώσσα. Εγώ όμως προτιμούσα την όμορφη ξανθιά
κούκλα που μου είχε φέρει. Περνώντας τα χρόνια, οι ιστορίες που μας
έλεγε ο πατέρας και οι φωτογραφίες που είχε φέρει από εκεί με
έκαναν να συμπαθήσω κάπως τη χώρα. Όμως σαν άκουγα τη λέξη
"Γερμανός" ταραζόμουν. Τους φανταζόμουν ψηλούς, ξανθούς,
αγέρωχους, αγέλαστους και σκληρούς, έτοιμους να σου κάνουν
βασανιστήρια, επηρεασμένη μάλλον από τα έργα του
κινηματογράφου που βλέπαμε όταν ερχόταν ο Σινε- Βάνας με το
αυτοκίνητό του στο χωριό. Στο τέλος κατέληξα ότι η χώρα δεν έφταιγε
σε τίποτα παρά μόνο οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί.
Στα επόμενα χρόνια η οικογένεια μας προσπαθούσε να επιβιώσει
καλλιεργώντας τη γη μας. Ο τόπος γεμάτος με αμπέλια, ελιές,
σταφίδες. Όλοι μας βοηθούσαμε, ιδίως τον καιρό του τρύγου. Εκείνο
που μας φόβιζε περισσότερο, ήταν μη πιάσει βροχή και σαπίσουν τα
σταφύλια στα αμπέλια και στις σταφίδες πριν τρυγήσουμε και πάει
όλη η χρονιά στράφι. Αλλά και όταν τρυγάγαμε την κορινθιακή
σταφίδα, μέρα νύχτα ο νους μας ήταν μη πιάσει καμιά ξαφνική
μπόρα και δεν προλάβουμε να ρίξουμε τα σταφιδόπανα. Ο παππούς
μου για να είναι πιο ήσυχος είχε φτιάξει ένα δωμάτιο στα αλώνια και
έτσι κοιμόμασταν εκεί. Ξυπνάγαμε πολύ πρωί , να γυρίσουμε τη
σταφίδα στα αλώνια, να τρίψουμε, να μαζέψουμε την μαύρη σταφίδα
και αμέσως μετά να πάμε για τρύγο να γεμίσουμε τα κοφίνια και να
απλώσουμε τη μαύρη κορινθιακή σταφίδα. Στο άπλωμα εμείς τα
παιδιά με τα μικρά μας χεράκια ήμασταν ξεφτέρια. Μπαίναμε με τα
μικρά μας ποδαράκια, προσεκτικά ανάμεσα στους σωρούς με τα
σταφύλια και απλώναμε γρήγορα. Πολλές φορές μας τσίμπαγαν οι
μέλισσες που τριγυρνούσαν μιλιούνια δίπλα μας, κλαίγαμε λίγο,
βάζαμε λάσπη επάνω στο τσίμπημα και συνεχίζαμε. Αποκαμωμένοι
όλοι μας, πέφταμε νωρίς το βράδυ να ξεκουραστούμε επάνω στα
ράντζα κάτω από τα αστέρια. Τα μετρούσαμε λίγο, ακούγαμε τους
γρύλους, τα μπαμπακάδια πιο μακριά, τις κουκουβάγιες λίγο πιο
πέρα και ο ύπνος μας έπαιρνε...
Έτσι περνούσαν τα χρόνια, εμείς μεγαλώναμε και τα αμπέλια και οι
σταφίδες όλο και πιο πολύ μας χρειάζονταν. Ο κάμπος τον καιρό του
τρύγου, γέμιζε κόσμο: Γύφτους με τις λυγαριές στα χέρια έτοιμους να
πλέξουν κοφίνια για τον τρύγο, βαρελάδες να επισκευάσουν και να
καθαρίσουν τα κρασοβάρελα, ταβερνιάρηδες από το Άργος και το
Ναύπλιο να κλείσουν το φρέσκο αγιωργίτικο κρασί ή να πάρουν
μούστο, εργάτες για να δουλέψουν στον τρύγο. Κάπου- κάπου
περνούσαν και κάποιοι τουρίστες. Έρχονταν συνήθως με τροχόσπιτα,
που μέσα μπορούσαν να κοιμηθούν και να φάνε κιόλας.
Έτσι γνώριζαν όλη την Ελλάδα. Τα αλώνια μας ήταν στην άκρη του
δρόμου και κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος σταματούσε να δει
τι κάνουμε. Βλέπετε, όλο αυτό, να απλώνεις , να κοσκινίζεις , να
τρίβεις , να μαζεύεις τη ξερή μαύρη σταφίδα δεν ήταν εύκολο να το
δεις σε άλλα μέρη. Ο πατέρας τους μιλούσε στα Γερμανικά και τους
καλούσε να έρθουν στα αλώνια. Τους προσφέραμε δροσερό νερό από
την ξύλινη βαρέλα και γευστικά τσαμπιά από τη σταφίδα και ο
πατέρας μου με τα γερμανικά του τους μιλούσε κι όλο τους μιλούσε
που πλέον εγώ ήμουν σίγουρη ότι τα ήξερε άπταιστα. Φεύγοντας τους
γεμίζαμε με ένα σωρό καλούδια από το περιβόλι για το δρόμο και
απαραιτήτως ανταλλάσαμε διευθύνσεις. Έτσι κάθε χρόνο είχαμε
γράμματα και κάρτες από διάφορες χώρες του κόσμου.
Ένα απόγευμα, βιαζόμασταν πολύ γιατί βλέπαμε τη βροχή να έρχεται
από τον Τεμπέ. Κοσκινίζαμε σταφίδα. Ξαφνικά ένας άγνωστος
άνδρας κατέβηκε από ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Ήταν ψηλός, ξανθός,
αγέρωχος και σοβαρός. Βλέποντας τον μια ανησυχία με έπιασε.
Γερμανός σίγουρα σκέφτηκα. Μαζί του ήταν και δύο γυναίκες.
Ζήτησαν την άδεια να μας φωτογραφίσουν και υπομονετικά κάθισαν
στην άκρη και μας παρατηρούσαν που δουλεύαμε. Όταν τελειώσαμε
ο πατέρας τους κάλεσε να καθίσουν κάτω από την κληματαριά. Ήταν
Γερμανοί, όπως καλά είχα καταλάβει. Έκαναν περιοδεία στην
Πελοπόννησο, επισκέπτονταν τους αρχαιολογικούς χώρους και είχαν
μαγευτεί από τον τόπο και τους ανθρώπους του, έλεγαν. Ήταν
δεκαετία του ́70, ο τουρισμός ήταν λίγος, η φυσιογνωμία της Ελλάδας
κρατούσε τη απλότητα και γνησιότητα της παλαιάς εποχής. Η
τεχνολογική πρόοδος δεν είχε κατακλύσει τον τόπο και οι άνθρωποι
της υπαίθρου πάλευαν με τη γη, όπως οι παλαιότεροι. Ο Γιόχαν, όπως
τον έλεγαν μιλούσε πότε Γερμανικά, πότε Ελληνικά. Ήταν καθηγητής
των Αρχαίων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Φριμπούργκ στην
Γερμανία. Ήξερε πολύ καλά την Ιστορία, τη Μυθολογία, τον
Ελληνικό Πολιτισμό. Αλλά κι ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος
που διάβαζε πολύ. Η φοίτηση του στην Ιερατική Σχολή της Κορίνθου,
το απολυτήριο του τότε Γυμνασίου, η αγάπη του για τη μόρφωση, το
ταξίδι του στη Γερμανία τον είχαν κάνει να είναι ανήσυχος και να
του αρέσει η γνώση. Δεν σταμάτησαν καθόλου να μιλάνε. Τον πατέρα
μου δεν τον είχα δει άλλη φορά τόσο χαρούμενο. Τα μάτια του
γυάλιζαν από τον ενθουσιασμό και σε μένα είχε φύγει η ανησυχία.
Βράδιασε, άρχισε το ψιλόβροχο. Έβαλαν το τροχόσπιτο σε μια άκρη
και πέρασαν όχι μια νύχτα, αλλά μια εβδομάδα μαζί μας. Τα πρωινά
εμείς δουλεύαμε, αυτοί έκαναν τον τουρισμό τους. Το βράδυ όμως
γύριζαν και έμεναν κοντά μας. Η μάνα μου μαγείρευε λαχανικά από
το περιβόλι μας, έσφαζε καμιά κότα, τηγάνιζε κεφτέδες και οι
μπουκάλες με το αγιωργίτικο κρασί ήταν πάντα γεμάτες. Μια
εβδομάδα αξέχαστη για μας και για κείνους. Με τον Γιόχαν ο
πατέρας βρήκε αυτό που λαχταρούσε. Έναν πνευματικό άνθρωπο
που είχε τη δυνατότητα να μιλάνε, να ανταλλάσουν απόψεις, να
αναλύουν...
Από τότε κάθε καλοκαίρι έρχονταν στην Ελλάδα, έμεναν μαζί μας
μία εβδομάδα και όλο το χρόνο αλληλογραφούσαν στα ελληνικά.
Τους άρεσε να μιλούν για φιλοσοφία, πολιτική, ιστορία, θεολογία.
Πολλά γράμματα με πολλές σελίδες κάθε φορά . Στα γράμματά του ο
Γιόχαν έδειχνε τη μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα γράφοντας με τον
όμορφο γραφικό του χαρακτήρα του και με τον ιδιαίτερο τρόπο του «
Αυτό μόνο το ξέρω βεβαίως, δηλαδή ότι θα αγαπώ και εκτιμώ την
πατρίδα σας την Ελλάδα για πάντα και ότι οι άνθρωποι της, δηλαδή
οι Έλληνες κι απ’ αυτούς ιδιαίτερα εσείς οι φίλοι και φίλες μας, θα
μένουν στο βάθος της ψυχής και της καρδιάς μου παντοτινά! Αυτοί
και η χώρα τους μου έγιναν σαν δεύτερη πατρίδα, κατά τη γερμανική
παροιμία: ‘‘ Εκεί που σου δείχνουν κατανόηση οι άνθρωποι, καθώς
που κι εσύ μπορείς να δείξεις κατανόηση γι αυτούς, εκεί αληθινά
είναι η πατρίδα σου ’’, εννοείται στενή συγγένεια νοοτροπίας, τρόπον
τινά πνευματικός δεσμός. Αλλά μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να
συμπληρωθεί εκείνη η παροιμία, δηλαδή: ‘‘ εκεί που αγαπώ και
αγαπιέμαι , εκεί είναι η πατρίδα μου’’ » Ο πατέρας μου άρχιζε να
κατεβάζει ένα σωρό τόμους από τη βιβλιοθήκη, δανειζόταν βιβλία
από την Τράπεζα της Νεμέας, από τη βιβλιοθήκη της Εκκλησίας και
όπου αλλού έβρισκε. Όλη την ημέρα δουλειά και το βράδυ διάβασμα.
Ήθελε να απαντάει με βάθος και γνώση στα ερωτήματα του φίλου
του, του Γιόχαν με τη σπουδαία μόρφωση και καλλιέργεια. Και
διάβαζε, και προσπαθούσε και χρόνο με το χρόνο γινόταν όλο και
καλύτερος. Και ο Γιόχαν απαντούσε και έγραφε και χρόνο με το
χρόνο έγραφε όλο και καλύτερα τα Ελληνικά και στο τέλος υπέγραφε
με το όνομα Γιάννης. Τα χρόνια πέρασαν, η αλληλογραφία
συνεχίστηκε, οι επισκέψεις στην Ελλάδα αραίωσαν. Ο πατέρας
ταξίδεψε στη Γερμανία να τον δει, όταν και οι δυο τους είχαν
μεγαλώσει αρκετά, εξάλλου μόνο τρία χρόνια ήταν μεγαλύτερος ο
Γιόχαν. Μια μεγάλη φιλία συνέχιζε να υπάρχει, που και οι δύο τους
εκτιμούσαν βαθιά και τη θεωρούσαν πολύτιμη. Όταν αρρώστησε ο
πατέρας, ο Γιόχαν έστελνε γράμματα συμπαράστασης και
ενδιαφερόταν για την υγεία του συνέχεια. Όταν έμαθε πως πέθανε
πήραμε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα που φανέρωνε τη μεγάλη λύπη
του. Και συνέχιζε να μας στέλνει γράμματα και να θέλει να μαθαίνει
νέα μας. Τον είχαμε αγαπήσει όλοι μας και εγώ πλέον τον θεωρούσα
έναν άνθρωπο πολύ δικό μου και αγαπητό. Όταν έμαθα ότι 16
χρονών το ναζιστικό καθεστώς του είχε δώσει ένα πιστόλι και τον
έστειλε να πολεμήσει, το μίσος μου για τους γερμανούς είχε φύγει και
είχε μείνει μόνο η θλίψη για όλους τους ανθρώπους του πολέμου είτε
Έλληνες είτε Γερμανούς.
Είχαμε πλέον μεγαλώσει, είχαν αλλάξει όλα, όπως και η Ελλάδα !
Πολλά είχαν χαθεί. Κάποια όμως έμεναν αναλλοίωτα στο χρόνο. Η
φιλία, η έγνοια, η αγάπη παρέμεναν και μας κινητοποιούσαν. Έτσι
ένα καλοκαίρι αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τον Γιόχαν. Ήταν
πλέον πολύ ηλικιωμένος και δε ξέραμε αν θα είχαμε ξανά την
ευκαιρία να τον δούμε.
Κάναμε ένα όμορφο ταξίδι και φτάσαμε στη πόλη του. Δεν ξέραμε τι
θα συναντήσουμε, δεν τον είχαμε ειδοποιήσει. Το πρώτο πράγμα που
κάναμε ήταν να πάμε να δούμε το Πανεπιστήμιο που δίδασκε.
Γνωρίζαμε ότι γενιές και γενιές είχαν μάθει την Ελληνική ιστορία και
τον ελληνικό πολιτισμό από τον κύριο Γιόχαν Πήτερς, καθηγητή των
Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικής Γλώσσας. Ίσως σε κάποιους
φοιτητές είχε πει και για τον φίλο του τον Έλληνα, έναν απλό αγρότη,
έναν αγωνιστή της γης που του άρεσε η φιλοσοφία, η ιστορία, η
μυθολογία. Κι αυτοί πιθανόν να φαντάζονταν ότι όλοι στην Ελλάδα
να είναι έτσι. Να γνωρίζουν τις αιτίες του Πελοποννησιακού
πολέμου, να γνωρίζουν την Αριστοτέλεια Ηθική και να λεν τους
στίχους της Ιλιάδας και Οδύσσειας από στήθους.... Τον συναντήσαμε
στο σπίτι του ένα απόγευμα. Από τη συγκίνηση κάναμε ώρα να
μιλήσουμε. Όταν συνήλθε κάπως, σηκώθηκε σιγά- σιγά από την
πολυθρόνα και έβγαλε από το συρτάρι τα γράμματα του πατέρα.
Θέλω να σας τα δώσω μας είπε. «Είναι πολύτιμα για μένα και ξέρω
ότι θα τα προσέχετε, εγώ πλέον κοντεύω να πάω να συναντήσω τον
αγαπημένο μου φίλο». Μετά πήγε στον τοίχο και κατέβασε μια
εικόνα. Εκεί είχε γράψει μια ημερομηνία - 19 Μαΐου- ήταν η ημέρα
θανάτου του πατέρα μου. Την ημέρα αυτή δεν θα τη ξεχάσω ποτέ μας
είπε, είναι η ημέρα που έχασα τον καλύτερο φίλο μου . Την επόμενη
χρονιά πέθανε ο Γιόχαν. Σε μας έμεινε ότι η φιλία ανάμεσα σε
ανθρώπους μπορεί να ενώσει, να σε κάνει να πας μπροστά, να γίνεις
καλύτερος.
Σαν σήμερα 19 Μαΐου πέθανε ο πατέρας , ένας απλός άνθρωπος που
είχε τη τύχη να κερδίσει τη φιλία ενός σπουδαίου ανθρώπου του
Γιόχαν.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΟΧΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΛΛΙΑ
Πάντοτε είχα μακριά μαλλιά. Κι ακόμα έχω. Είναι για μένα κάτι σαν σήμα κατατεθέν. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου με μαλλιά πιο κοντά από το ύψος των ώμων, κι ούτε νομίζω ότι θα μου πηγαίνουν. Σε όλη μου τη ζωή μια φορά μόνο αναγκάστηκα να τα κόψω «α λα γκαρσόν», όπως λένε, όταν τελείωνα την πέμπτη δημοτικού, υποκύπτοντας στις παραινέσεις της μητέρας μου που επέμενε ότι με το κούρεμα τα μαλλιά μου θα δυνάμωναν κι εγώ θα ζεσταινόμουν πολύ λιγότερο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ακόμα θυμάμαι πόσο στενάχωρα ένιωθα καθώς άκουγα τον ήχο του ψαλιδιού που άνοιγε και έκλεινε απελευθερώνοντας κάθε φορά συστάδες τριχών στο πάτωμα.
Ο ήχος από τα σεσουάρ που
δούλευαν ασταμάτητα βούιζε στ’ αυτιά μου και καθώς πλησίαζε η ώρα να δω το τελικό αποτέλεσμα ένιωσα το βουητό να εντείνεται κι εμένα έτοιμη να χάσω τις αισθήσεις μου.
«Με γεια», είπε ο κομμωτής χαμογελώντας και μου έβγαλε την ειδική μπλούζα του κομμωτηρίου.
Κοίταξα έντρομη τον καθρέφτη που απέφευγα σε όλη τη διάρκεια του κουρέματος. Αυτή που είδα δεν ήμουν εγώ.
Όχι, τα κοντά μαλλιά δεν μου πηγαίνουν.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΦΟΥΣΚΑΡΗ
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ
Στάθηκα με την ομπρέλα στο χέρι μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος προσπαθώντας να την ξεκλειδώσω. Η Λονδρέζικη βροχή σήμερα ήταν απελπιστική… Ξεκίνησε νωρίς το πρωί και σταματημό δεν είχε…. Ας είναι, σημασία έχει ότι επιτέλους επέστρεψα σπίτι...
Ετοίμασα το αγαπημένο μου Earl Grey τσάι και κάθισα δίπλα το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας. Τράβηξα απαλά την κουρτίνα και απόλαυσα την θέα του μεγάλου πάρκου με τα πανύψηλα δέντρα, που απλωνόταν μπροστά μου. Αυτή η θέα με έκανε να χαμογελώ, να ηρεμώ και να συγκεντρώνομαι.
Έχουν περάσει ήδη 2 χρόνια και η ζωή στο Λονδίνο έχει αποκτήσει το δικό της χρώμα. Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια και η περιπέτεια. Και στο Λονδίνο η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Έχει τόσα μέρη ν΄ ανακαλύψεις, τόσες μουσικές και χρώματα. Οι ημέρες μου είναι δημιουργικές και η ζωή μου γεμάτη. Νιώθω τυχερή, που μακριά από όλους μπορώ και είμαι πραγματικά ο εαυτός μου! Μελετώ, εργάζομαι, γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, ταξιδεύω, ονειρεύομαι… όμως…κάποιες φορές η σκέψη του έρχεται να με χτυπήσει πισώπλατα, να με κάνει και πάλι να πονέσω.Μετακόμισε κι αυτός σε άλλη χώρα.
Κάπου κάπου μου στέλνει γράμματα και μαθαίνω νέα του. Είναι τρελό γιατί δεν απαντώ σε κανένα γράμμα του, κι όμως αυτός συνεχίζει και στέλνει. Με πόνεσε πολύ αυτή η ιστορία…η απόρριψη, ο εγωισμός, η επιβολή των απόψεών του… ακόμα με πονάει ο εγωκεντρικός τρόπος του.
Προχθές, όμως αιφνιδιάστηκα. Άκουγα το τηλέφωνο να χτυπάει καθώς ανέβαινα τα σκαλιά του διαμερίσματος και σχεδόν την τελευταία στιγμή πρόλαβα ν΄ απαντήσω. Ήταν αυτός στην άλλη άκρη της γραμμής. Πάγωσα! «Θα βρίσκομαι για λίγες ημέρες στο Λονδίνο και θέλω να σε δω. Μου έλειψες και είναι ευκαιρία να με ξεναγήσεις στα αξιοθέατα της πόλης», είπε.
Η μόνη απάντηση που σκέφτηκα εκείνη την στιγμή να ξεστομίσω ήταν: «Λυπάμαι, θα λείπω σε ταξίδι!». Φυσικά και δεν με πίστεψε. Έχει μάθει να είναι κακομαθημένος.Ήπια μια γουλιά από το ευωδιαστό τσάι μου… το λεπτό του άρωμα πάντα βάζει τις σκέψεις μου σε σειρά. Έστρεψα την ματιά μου από το παράθυρο και αναζήτησα την τσάντα μου. Προχώρησα προς τον καναπέ, την πήρα στα χέρια μου και άνοιξα με αργές κινήσεις το φερμουάρ. Έβγαλα τον φάκελο με το αεροπορικό εισιτήριο, ενώ στα χείλη μου άρχισε να διαγράφεται και πάλι το χαμόγελό μου που σύντομα μετατράπηκε σε τρανταχτό γέλιο. Χαλάλι που βγήκα στην βροχή για να το παραλάβω! Δυο εβδομάδες περίμενα στην λίστα αναμονής και τώρα το κρατώ στα χέρια μου. Το πρωί ταξιδεύω για Μαλδίβες! Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια και η περιπέτεια! Πάντα με τραβούσε κάτι μακριά!
Μακριά απ’ όλους, ανακάλυψα τον εαυτό μου!
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΟΚΑ
ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
«Τα όνειρα είναι γραμμένα με ασημένια γράμματα, οι αναμνήσεις μας όμως είναι με χρυσά και γι αυτό είναι πιο πολύτιμες … »
Καλημέρα σας παιδιά τραλαλά τραλαλά Σηκωθείτε με χαρά τραλαλά λα λα…..
Το σπίτι που μεγάλωσα είναι προσήλιο. Το πλούσιο φως της κάθε μέρας περνούσε μέσα από τα παράθυρα και μας καλημέριζε. Έτσι ξυπνούσαμε πρωί πρωί μαζί με τα αδέρφια μου, αν και είχαν ξεκινήσει οι καλοκαιρινές διακοπές. Έπρεπε να ετοιμαστούμε γρήγορα, γιατί κάθε πρωί στις 9:00 –ήταν η πιο η πιο μαγική ώρα της ημέρας- κολλούσαμε στα ερτζιανά ν’ ακούσουμε τα παραμύθια και τα τραγούδια της «Θεια-Λένας».
Ένα μικρό κόκκινο ραδιοφωνάκι είχαμε που στα μάτια μου φάνταζε «μεγάλο» και που αναρωτιόμουν πώς μπορούν να χωρέσουν μέσα τόσοι άνθρωποι!!!! Προσπαθούσα, όταν δεν με έβλεπε κανείς να δω στο εσωτερικό του από το πίσω μέρος, αν έχει κάποια πορτούλα. Πίστευα ότι έμπαιναν όλοι εκεί, όταν εμείς κοιμόμαστε!!
Βάζαμε λοιπόν το ραδιόφωνο πάνω στο περβάζι του παραθύρου –στην εξωτερική πλευρά- παίρναμε και τρεις καρέκλες, ανεβάζαμε και την ένταση της φωνής... κι αυτό ήταν...
Απόλυτη ησυχία και απόλυτη προσήλωση!!!
Η γλυκιά φωνή της Θεια Λένας μας συνέπαιρνε και γινόμαστε ένα με τα παραμύθια και ακολουθούσαμε τον ήρωα και αγωνιούσαμε μαζί του και χαιρόμαστε μαζί του και θέλαμε να τον βοηθήσουμε όταν κινδύνευε. Και τραγουδούσαμε κι εμείς τα παιδικά τραγούδια.
Κι όλα αυτά τα ξαναζούσαμε στα παιδικά μας όνειρα και στα παιχνίδια μας.
Την αγαπούσα πολύ τη Θεία Λένα. Την φανταζόμουν μια κυρία πολύ καλοσυνάτη, ήρεμη, υπομονετική, έτοιμη να προσφέρει, να βοηθήσει και επίσης πάρα πολύ όμορφη, σαν μια καλή νεράιδα.
Έτσι λοιπόν τα πρωινά μας γέμιζαν από τη μελωδική φωνή της Θειας Λένας κι αυτή η συνήθεια ήταν ιεροτελεστία για μένα ιδιαίτερα.
Ξημέρωνε Δευτέρα, αν θυμάμαι καλά. Μια διαφορετική Δευτέρα όμως. Ένιωθα ότι εκείνη η μέρα δεν θα ήταν καλή. Αφού τακτοποιηθήκαμε περιμέναμε τη Θεία Λένα στην παρέα μας, όπως κάθε μέρα. Κι εκείνη αργούσε κι εμείς περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε κι είχαμε
αρχίσει ν’ ανησυχούμε.
Ποτέ δεν θα μας το είχε κάνει αυτό. Πάντα ήταν στην ώρα της. Ήταν πολύ συνεπής. Τι να της συνέβη άραγε; Δεν βάλαμε κακό με τον νου μας, γιατί την θεωρούσαμε αλώβητη, άτρωτη..
Μπορεί να την καθυστερούσαν τα πολλά παράσιτα που έκανε το μικρό κόκκινο ραδιοφωνάκι, σκεφτήκαμε. Είχα αρχίσει να χάνω την ψυχραιμία μου και ήμουν έτοιμη ν’ ανοίξω τους κρουνούς των ματιών μου. Ο αδερφός μου το κατάλαβε κι άρχισε να προσπαθεί να δει τι συμβαίνει με το ραδιοφωνάκι. Μάλλον αυτό ήταν η αιτία. Το άνοιγε, το έκλεινε, μετατόπιζε τον δείκτη να βρει τον σταθμό. Μάταιες οι προσπάθειες. Η αδερφή μου του έλεγε να δουν και στο πίσω μέρος. Ίσως χρειάζεται ν’ αλλαχτούν οι μπαταρίες.
Έγινε κι αυτό. Όμως τα παράσιτα συνεχώς δυνάμωναν κι εμπόδιζαν τη Θεία Λένα να έρθει….
Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Έκλαιγα με θυμό και παράπονο, αν και είχα δεχτεί κι άλλη απογοήτευση. Όταν ανοίχτηκε το πίσω μέρος στο ραδιοφωνάκι δεν είδα κανέναν να περιμένει.
-Πότε πρόλαβαν κι έφυγαν όλοι αναρωτήθηκα. Και γιατί δεν είδαμε κανέναν. Και πού πήγαν; Κι έφυγε και η Θεία Λένα.... Πόσο να περίμενε άλλο!!!
Μάταιες όλες οι προσπάθειες, λοιπόν. Κι εγώ να κλαίω ασταμάτητα. Έλα, μου είπε η αδερφή μου. Συμβαίνουν αυτά. Θα το φτιάξει ο μάστορας. Έλα, και θα σου πω εγώ πάλι παραμύθια της Θεια Λένας [Η αδερφή μου ήταν η μεγαλύτερη].
Ο αδερφός μου έμεινε να μαστορεύει το ραδιοφωνάκι. Κι εγώ άκουγα την αδερφή μου να μου διηγείται τα παραμύθια της Θεια Λένας….
Και αυτό δεν κράτησε για πολύ.
Η μελωδική φωνή της Θεια Λένας συντρόφεψε και πάλι τα πιο αθώα χρόνια της ζωής μας, αντήχησε και πάλι στη γειτονιά μας και μας γέμισε όνειρα, ελπίδες, αισιοδοξία.
Κι όπως έλεγε και η ίδια στο τέλος κάθε εκπομπής:
"Τώρα πέρασε η ώρα, φεύγουμε και μεις παιδιά, και αύριο την ίδια ώρα, θα τα πούμε με χαρά"
ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ - ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΕΩΡΓΑ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΜΗΛΟ
Το καλοκαίρι μετά τις Πανελλαδικές πήγα διακοπές μαζί με τρεις πρώην πλέον συμμαθήτριες.
Όλη τη χρονιά ονειρευόμασταν τις διακοπές αυτές στη Μήλο. Βλέπετε, η μία από εμάς είχε ένα μικρό σπιτάκι από τους παππούδες της στο νησί και είχε προσφερθεί να μας φιλοξενήσει. Κάθε άγχος, κάθε φόβο, κάθε κραυγή αγωνίας την περίοδο εκείνη την ξεπερνούσα με την ελπίδα αυτής της επερχόμενης ελευθερίας που μόνο η θάλασσα μπορεί να προσφέρει. Πριν από κάθε διαγώνισμα, η φαντασία μου έπλεε με φόντο το απέραντο γαλάζιο. Μπουγέλο πρωινό, βουτιές στο ηλιοβασίλεμα, κολύμπι κάτω από το φως των αστεριών… Όλες οι δυσκολίες περνούσαν με ένα καινούριο όνειρο! Μόνο έτσι μπορούσα να αντιμετωπίσω το άγχος χωρίς να βυθιστώ μέσα του.
Κι όταν όλη αυτή η τρέλα των ξενυχτιών, των καφέδων, του σπιτιού και του ασταμάτητου διαβάσματος τελείωσε...τότε ναι! Ξέραμε όλες πως είχε έρθει η ώρα! Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα, ήρθε η ώρα να επιβραβεύσουμε τους εαυτούς μας για την προσπάθεια, για την επιβίωση. Έτσι πήγαμε!
Ήταν ο καιρός να γίνει η φαντασία, πραγματικότητα. Τα σκηνικά να γίνουν εμπειρίες. Η ευτυχία τότε δεν περιγράφεται! Τότε που κατάφερα να κλείσω έναν φορτικό κύκλο και ανοιγόταν μπροστά μου ένας άλλος -που ακόμα δεν ήξερα αν θα είναι εύκολος ή δύσκολος- τότε για μια στιγμή ήμουν ευτυχισμένη!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΤΕΦΑΝΑΚΟΥ
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Το μόνο που άκουγα ήταν ο χτύπος της. Ήταν εκείνη η στιγμή, που θα ανέβαινα στη σκηνή να ερμηνεύσω έναν αρκετά σημαντικό ρόλο, μπροστά σε εκατό θεατές. Ανεβάζαμε το «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται» του Ρομπέρ Τομά, ένα αρκετά δύσκολο έργο αν αναλογιστούμε τη συναισθηματική κατάσταση των ρόλων. Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται λοιπόν και το άγχος είχε χτυπήσει κόκκινο.
Λίγα δευτερόλεπτα πριν βγω στην σκηνή, σκέφτηκα ότι στο κοινό είναι κάποια πολύ αγαπημένα μου πρόσωπα, οι γονείς μου, οι φίλες μου, κάποιοι δάσκαλοί μου. Ήθελα να τους βγάλω ασπροπρόσωπους. Και εκτός αυτού, είχαμε όλες μας δουλέψει πάρα πολύ γι’ αυτό. Θα ήταν κρίμα λοιπόν, όλα αυτά να γκρεμιστούν από το άγχος της στιγμής. Με αυτές τις σκέψεις, άκουσα την ατάκα με την οποία θα έπρεπε να κάνω την εμφάνισή μου, χαμογέλασα και η δράση ξεκίνησε.
Τα πρώτα πέντε λεπτά, είχα έντονο το συναίσθημα του άγχους. Ένιωθα τα βλέμματα του κοινού επάνω μου κι ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Φρόντιζα όλα αυτά να μην με επηρεάσουν και να παραμείνω συγκεντρωμένη στον ρόλο μου. Ανταλλάξαμε κάποιες ματιές με τις άλλες κοπέλες και κατάλαβα πως δεν ένιωθα μόνο εγώ έτσι.
Μετά από αυτό το αναμενόμενο μικρό σοκ, όλα κύλησαν υπέροχα. Έπαψα πλέον να δίνω σημασία στον κόσμο, είχα επικεντρωθεί στον ρόλο μου. Δεν ήμουν πλέον η Κωνσταντίνα, που την παρακολουθούσαν εκατό άτομα. Ήμουν η Κατρίν, που διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα, φερόταν παράξενα και ζούσε ένα οικογενειακό δράμα. Δεν ένιωθα σαν να ήμουν σε παράσταση, ένιωθα σαν να ήμουν σε μία ακόμα ανεπίσημη πρόβα. Με βοήθησαν αρκετά και οι υπόλοιπες κοπέλες που ήταν πάνω στη σκηνή. Μαζί τους έχω περάσει ατέλειωτες ώρες προβών, έτσι τις εμπιστευόμουν απόλυτα. Ήμουν ασφαλής, ήξερα ότι αν ξεχάσω κάτι αυτές θα είναι εκεί να το καλύψουν και αντίστροφα.
Όταν πλησιάζαμε στο τέλος της παράστασης, ήξερα ότι δεν είχαμε κάνει κάποιο σοβαρό λάθος, ήξερα ότι τα είχαμε πάει υπέροχα. Τότε είχα τους μεγαλύτερους μονολόγους του ρόλου μου. Έλεγα τα πάντα αργά, όπως έπρεπε δηλαδή, και με το κατάλληλο ύφος. Ήμουν πιο χαλαρή από όλη τη διάρκεια της παράστασης, και πιστεύω πως αυτό φάνηκε στον κόσμο. Τη στιγμή που η «μητέρα» μου είπε την τελευταία ατάκα, έκλεισαν τα φώτα και άρχισε το δυνατό χειροκρότημα δεν μπορούσα να μην ψιθυρίσω στην «αδερφή» μου: «Τα καταφέραμε!» και να γελάσουμε μαζί. Στην υπόκλιση, μπορούσα επιτέλους να κοιτάξω κάτω, στις καρέκλες που κάποτε ήταν άδειες και τώρα γεμάτες. Κοίταξα, και είδα αυτό που ήλπιζα και προσπαθούσα να δω. Είδα ανθρώπους που φαίνονταν ικανοποιημένοι και ενθουσιασμένοι με αυτό που παρακολούθησαν. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, πρώτα κοίταξα τους γονείς μου, οι oποίοι δεν με κοίταζαν εκείνη τη στιγμή. Μετά γύρισα το βλέμμα μου στις κολλητές μου, οι οποίες δεν σταματούσαν να μου χαμογελάνε, να σχηματίζουν με τα χέρια τους καρδούλες και να μου στέλνουν φιλάκια.
Όταν κατεβήκαμε από τη σκηνή, ήρθαν όλοι να μας δώσουν συγχαρητήρια. Ένιωσα πολύ περήφανη μάλιστα, όταν κάποιος από το κοινό ήρθε και μου είπε επί λέξει: «Μπορείς όταν μεγαλώσεις κι άλλο να γίνεις μια εξαιρετική ηθοποιός, αρκεί να συνεχίσεις να το δουλεύεις.». Ομολογώ ότι δεν περίμενα να αποσπάσω τόσα πολλά θετικά σχόλια. Το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από το πρόσωπό μου. Τα είχα καταφέρει.
Όταν πήγαμε στα παρασκήνια ήρθαν κι οι φίλες μου μαζί. Δεν σταματήσαμε να αγκαλιαζόμαστε, μέχρι την ώρα που έπρεπε να αλλάξω. Όση ώρα περίμεναν απέξω, εμείς μέσα κάναμε αστεία και γελούσαμε. Είμαστε μία ομάδα πλέον, δεν παρεξηγούμαστε με τα αστεία και τις ειρωνείες. Ξέρουμε η κάθε μια την άλλη, τον χαρακτήρα της, τα πάντα. Σχολιάσαμε λίγο την ροή της παράστασης και καταλήξαμε στο ότι οποιοδήποτε λάθος έγινε, καλύφθηκε απόλυτα από τις αντιδράσεις μας. Μετά φύγαμε με λαχτάρα για την επόμενη μέρα, αφού θα ξανανεβάσουμε την ίδια παράσταση.
Αυτή ήταν μια πρόσφατη εμπειρία μου. Όσο άγχος και να είχε, δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Αυτή είναι εξάλλου η ομορφιά του θεάτρου. Να μεταποιείς το άγχος σου σε δημιουργικότητα, και να μην το αφήνεις να σε καταβάλλει.
Μπορεί να φανεί κλισέ, ή ακόμα και ξεπερασμένο, ανάλογα πως το βλέπει κανείς. Αλλά το σημαντικότερο χαρακτηριστικό ενός ηθοποιού είναι η ψυχραιμία !
TITOΣ ΤΙΤΟΣ
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΜΟΥ…
Γνωριμία… Έρωτας, αγωνία! Θυμάμαι… το ρομαντισμό, τα όνειρα, την κάποια
αισιοδοξία!
Θυμάμαι που σιγά σιγά γινόμασταν πιο ένα… και μαζί προσπαθούσαμε
να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες! Είχαμε φίλους και εχθρούς.
Και ίσως, όπως πάντα σχεδόν συμβαίνει, πολλές οι πίκρες
λίγες οι χαρές!
Μεγαλώσαμε δυο παιδιά, ζήσαμε και όμορφες στιγμές και κάποιες ήταν γεμάτες
από νοήματα… συναισθήματα και σκέψεις, αλήθειες που σε κάνουν δημιουργικό
που σε κάνουν ευτυχισμένο!
Τα χρόνια πέρασαν, περίπου 23 χρόνια αγαπημένοι, ενωμένοι…
Τον τελευταίο καιρό όμως εμφανιστήκαμε κουρασμένοι, αδύναμοι,
προβληματισμένοι…
Ακολουθούσα… όλο πιο πολύ τον δρόμο μου… και η σύζυγος το δικό της.
Φτάσαμε να χωρίσουμε… κάνοντας μια ευχή να μείνουμε πάντα αγαπημένοι φίλοι.
Αναμνήσεις και κάποιες πληγές που μέσα μου ποτέ δεν θα φύγουν!
Αναμνήσεις που με διδάσκουν… που με κάνουν δυνατό και πιο άνθρωπο!
Βιώματα που σε παραδειγματίζουν.
Τώρα οι δυο αγαπημένοι ,εγώ και εκείνη, έχουμε την δικιά μας νέα ζωή
και νομίζω είμαστε πολύ ευχαριστημένοι για αυτό που μας συνέβη,
για αυτό που μας εξελίσσει.
Ή θέλουμε για να μην πονάμε να νιώθουμε έτσι… ευχαριστημένοι…
Η Ζωή ήταν μεγαλύτερη από εμάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.